υστατιος

υστατιος
    ὑστάτιος
    3
    эп. = ὕστατος См. υστατος

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "υστατιος" в других словарях:

  • ὑστάτιος — at last masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • υστάτιος — ίη, ον, Α (ποιητ. τ.) 1. ύστατος 2. το θηλ. ως ουσ. ἡ ὑστατίη το τέλος 3. (το ουδ. ως επίρρ.) ὑστάτιον για τελευταία φορά. [ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. τού ὕστατος, κατά το μεσσάτιος: μέσσατος*] …   Dictionary of Greek

  • ὑστατίω — ὑστάτιος at last masc/neut nom/voc/acc dual ὑστάτιος at last masc/neut gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑστάτιον — ὑστάτιος at last masc acc sg ὑστάτιος at last neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑστατίαις — ὑστάτιος at last fem dat pl ὑστατίη at last fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑστατίη — ὑστάτιος at last fem nom/voc sg (epic ionic) ὑστατίη at last fem nom/voc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑστατίην — ὑστάτιος at last fem acc sg (epic ionic) ὑστατίη at last fem acc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑστατίης — ὑστάτιος at last fem gen sg (epic ionic) ὑστατίη at last fem gen sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑστατίοις — ὑστάτιος at last masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑστατίοισι — ὑστάτιος at last masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑστατίοισιν — ὑστάτιος at last masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»